- ἀσινής
- ἀσινήςunhurtmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασινής — ἀσινής, ές (Α) 1. ο αβλαβής, αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη 2. (για πράγματα) αυτός που δεν έχει πάθει φθορά 3. ο μη βλαβερός, αυτός που δεν προξενεί βλάβη 4. αυτός που προφυλάσσει από τη βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σινής < σίνος «βλάβη,… … Dictionary of Greek
Ασίνης, δήμος — Νέος δήμος (6.117 κάτ.) του νομού Αργολίδος, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ασίνης, Δρεπάνου, Ιρίων, Καρνεζαίϊκων και Τολού, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Δρέπανο … Dictionary of Greek
Ἀσίνης — Ἀσίνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραλία Ασίνης — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 16 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης … Dictionary of Greek
ἀσινῆ — ἀσινής unhurt neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσινής unhurt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσινής unhurt masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσινέστερον — ἀσινής unhurt adverbial comp ἀσινής unhurt masc acc comp sg ἀσινής unhurt neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσινεῖ — ἀσινής unhurt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσινής unhurt masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσινεῖς — ἀσινής unhurt masc/fem acc pl ἀσινής unhurt masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσινέα — ἀσινής unhurt neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀσινής unhurt masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσινές — ἀσινής unhurt masc/fem voc sg ἀσινής unhurt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)